- μαρμάρινος
- -η, -ομαρμαρένιος, φτιαγμένος από μάρμαρο: Μαρμάρινες στήλες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Μαρμάρινος — of marble masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμάρινος — of marble masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμάρινος — η, ο (AM μαρμάρινος, η, ον) [μάρμαρος] αυτός που έχει κατασκευαστεί από μάρμαρο, ο μαρμαρένιος («μαρμάρινον ἄγαλμα», Θεόκρ.) … Dictionary of Greek
μαρμαρίνων — μαρμάρινος of marble fem gen pl μαρμάρινος of marble masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμάρινον — μαρμάρινος of marble masc acc sg μαρμάρινος of marble neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαρίνη — μαρμάρινος of marble fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαρίνην — μαρμάρινος of marble fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαρίνης — μαρμάρινος of marble fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαρμαρίνοις — Μαρμάρινος of marble masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρμαρίνοις — μαρμάρινος of marble masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)